top of page
IMG_3544_edited.jpg

Το έργο ξεκίνησε βασισμένο σε ένα οπτικό παιχνίδι που παίζουν αρκετοί άνθρωποι. Σκοπός του
παιχνιδιού είναι να ανακαλύπτεις διάφορες ανθρώπινες μορφές ανάμεσα σε φαινομενικά άτακτα,
δημιουργημένα -φυσικά και μη- μορφώματα, όπως είναι τα σύννεφα, τα φυλλώματα των δέντρων,
οι βουνοκορφές, τα νερά του μαρμάρου ή του ξύλου, οι σοροί παλιοσίδερων, τα τσαλακωμένα
ρούχα κ.α. Για να πετύχει το παιχνίδι συνήθως απαιτείται η αφαίρεση του βλέμματος, ακούσια ή
εκούσια. Όταν συμβεί, αρχίζουν και ξεπετάγονται εδώ κι εκεί, σε περιοχές που δεν το περιμένεις,
μία μύτη, ένα χέρι, ένα κεφάλι. Αυτόματα το ματί μας, σαν εκείνο του Cezanne, εφευρίσκει
επιφάνειες ικανές να συνοδέψουν την αρχική ανακάλυψη. Έτσι σιγά σιγά (ή άλλοτε σχεδόν
στιγμιαία) αναδύεται ολόκληρη η μορφή ή μέρος αυτής.

Με βασή τα παραπάνω, αλλά και με μια διάθεση τακτοποίησης της φυσικής αταξίας αλλά και
αφαιρετικής διάθεσης , η αταξία χάνεται, εμφανίζοντας διάφορες μορφές μέσα από το μέταλλο, οι
οποίες άλλοτε μας παρουσιάζονται και άλλοτε μας κρύβονται, ανάλογα με τη θέση θέασης. Τα
γλυπτά προκύπτουν από έναν γλυπτικό πουαντιγισμό, δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση. Μέσω του
οπτικού αυτού παιχνιδίσματος και της μερικής διαφάνειας των κατασκευών μετουσιώνεται κατα
κάποιο τρόπο το υλικό κατασκευής.

Η ιδέα της ανθρώπινης φιγούρας είχε βασική επιρροή τα μαθήματα γλυπτικής στην σχολή ΕΤΕΤ.
Στο εργαστήριο είχα την ευκαιρία να μελετήσω την ανθρώπινη φιγούρα από εκμαγεία αλλά κι από
ζωντανό μοντέλο. Επίσης, η παρότρυνση των δασκάλων για μελέτη συγχρονων καλλιτεχνών με
έφερε σε επαφή με το έργο του Antony Gormley, του οποίου οι σπουδές πάνω στην ανθρώπινη
μορφή ήταν καθαρή έμπνευση. Σίγουρα βέβαια καθοριστικό ρόλο έπιαξε και το βιβλίο του Paul
Klee “Η εικαστική σκέψη. Τα μαθήματα στη σχολή Μπάουχάουζ”. Το βιβλίο αποτέλεσε έμπνευση
στη διαδικασία μετάφρασης της σχεδιαστικής μολυβιάς σε γλυπτική σε αξία.

Σχετικά με την πρώτη ύλη, ο παράγοντας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιλογή του είναι δύο
“λανθάνουσες” παρελθοντικές επαφές με την ηλεκτροσυγκόλληση αλλά και το ίδιο το μέταλλο. Η
πρώτες επαφές ήταν σε μικρή ηλικία όταν παρατηρούσα τον θείο μου και τον παππού μου να
φτιάχνουν διάφορες χρηστικές μεταλλικές κατασκευές. Η λάμψη, η μυρωδιά και το τελικό
αποτέλεσμα της ηλεκτροσυγκόλλησης εντυπώθηκαν βαθεια στην μνήμη μου. Η επιμονή τους να
μου λένε “φύγε, δεν είναι αυτό για σένα” κάθε φορά που πλησίαζα μου ενέτεινε ακόμα
περισσότερο το ενδιαφέρον (ή μήπως την καθαρή ζήλεια;). Επίσης, τις μπετόβεργες τις συναντούσα
αρκετά συχνά όταν παίζαμε “εξερεύνηση” και εισβάλλαμε σε γιαπιά οικοδομών.

Η δεύτερη συνάντηση με την διαδικασία ήταν χρόνια αργότερα σε αντίστοιχο εργαστήριο
επεξεργασίας μετάλλου του Πολυτεχνείο Κρήτης. Πάλι η διαδικασία κατασκευής και το
αποτέλεσμα με εντυπωσίαζαν. Η επαφή όμως με το υλικό δεν ήταν και πάλι ικανοποιητική. Βέβαια,
μου επανέφερε τις μνήμες της πρώτης γνωριμίας.

Η συγκεκριμμένη χρήση του μετάλλου είναι απόρροια άλλων δύο ενδιαφερόντων μου που είναι η
κίνηση κι ο ήχος. Η κατασκευή των γλυπτών με αυτόν τον τρόπο δίνει την δυνατότητα εξωτερικούς
παράγοντες όπως ο άνεμος να τα ταλαντέυσουν. Επίσης, η κρούση των γλυπτών με άλλη μεταλλική
βέργα παράγει ένα ιδιαίτερο ηχητικό αποτέλεσμα, προσομοιώνοντας σε μεταλλόφωνο.

CC Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International (CC BY-NC-ND 4.0)

©2020 by dimitriosbalantanis.com.

bottom of page